παπαδίσκιον

παπαδίσκιον
τὸ, Μ
(υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι, νεαρός ή μικρόσωμος ή πρόσφατα χειροτονημένος ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. -ίσκιον (πρβλ. παιδίσκιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”